Μέσα στο πλαίσιο της "συναδελφικής" αλληλεγγύης ανταλάσουν εξώδικα περί "αποκλειστικών ειδήσεων" και ...παραβίασης των κανόνων που διέπουν την ...δεοντολογία!!
Εδώ είναι που λέμε "ο κόσμος το'χει τούμπανο και αυτοί το αποκλειστικό τους", λες και αυτό τους δίνει αξία μες στη .."τύφλα τους"!!
Ετυμολογικώς για ενημέρωση...
Εδώ είναι που λέμε "ο κόσμος το'χει τούμπανο και αυτοί το αποκλειστικό τους", λες και αυτό τους δίνει αξία μες στη .."τύφλα τους"!!
Ετυμολογικώς για ενημέρωση...
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αποκλειστικός | αποκλειστική | αποκλειστικό |
γενική | αποκλειστικού | αποκλειστικής | αποκλειστικού |
αιτιατική | αποκλειστικό | αποκλειστική | αποκλειστικό |
κλητική | αποκλειστικέ | αποκλειστική | αποκλειστικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αποκλειστικοί | αποκλειστικές | αποκλειστικά |
γενική | αποκλειστικών | αποκλειστικών | αποκλειστικών |
αιτιατική | αποκλειστικούς | αποκλειστικές | αποκλειστικά |
κλητική | αποκλειστικοί | αποκλειστικές | αποκλειστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκλειστικός < αποκλείω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλικήexclusif)
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκλειστικός, -ή, -ό
[επεξεργασία]
Και για τον ...ψυχίατρο-ψυχιατρική!!
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ψυχίατρος | ψυχίατροι |
γενική | ψυχιάτρου & ψυχίατρου | ψυχιάτρων & ψυχίατρων |
αιτιατική | ψυχίατρο | ψυχιάτρους & ψυχίατρους |
κλητική | ψυχίατρε | ψυχίατροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχίατρος < γαλλική psychiatre
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1874
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.ˈçi.a.tɾɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- ιατρός που έχει ειδικευτεί στην ψυχιατρική και θεραπεύει ψυχικά νοσήματα όπως η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, οι ψυχώσεις κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου