Θα πούμε πολλά σήμερα γι’ αυτό το θέμα, γιατί εσείς οι ίδιοι μου το ζητήσατε: «Έλα, ρε Γιώργο, κάθε μέρα ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο, γράψε και κάτι για το τζόγο, μέρες που είναι τώρα, να τη βρούμε και εμείς τα φουκαριάρικα».
Έτσι, λοιπόν, το πήρα απόφαση και σήμερα όλη η στήλη θα είναι αφιερωμένη στο τζόγο. Όχι για να τη βρείτε εσείς, αλλά για να τη βρω εγώ. Να ξεράσω στο χαρτί – κι αυτό το κάνω πρώτη φορά στη ζωή μου – όλα αυτά που έχω ζήσει πάνω στην πράσινη τσόχα. Και θα σας δώσω συμβουλές – διαμάντια, που θα ‘ναι η προίκα σας για το μέλλον, όπως λένε και οι πονηροί στην πιάτσα.
Α, και μια απαραίτητη εξήγηση. Δεν θα αναφερθώ σήμερα τόσο πολύ σε πόκες, ιππόδρομο, ρουλέτες, μπλάκ-τζακ, Θανάση, κι άλλες τέτοιες παπαριές. Φθηνά παιχνίδια είναι αυτά. Λίγα, ελάχιστα. Δεν προσφέρουν συγκίνηση, την ξεχωριστή συγκίνηση που θέλει ο παίκτης. Αφήστε και το άλλο, ότι όλα αυτά τα παιχνίδια είναι λαμογιάρικα, ύποπτα. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει και από πού θα σου ‘ρθει η ανάποδη.
Εδώ, κύριοι, θα μιλήσουμε για το βασιλιά του τζόγου. Όπως στον αθλητισμό ο βασιλιάς είναι το ποδόσφαιρο, έτσι και στον τζόγο ο βασιλιάς είναι το μπαρμπούτι, κοινώς ζάρια. Ξεκίνησε από τα χώματα, στη λαχαναγορά του Ρουφ (οι χασικλήδες το ‘παιζαν, γι’ αυτό θεωρείται αλήτικο παιχνίδι) και κατέληξε να παίζεται στα πολυτελέστατα σαλόνια, από Νταϊφά Βαρδινογιάννη, Ηλιάδη και πολλούς άλλους επώνυμους της κυριλέ κοινωνίας.
Δηλαδή, εσείς τι νομίζετε; Είναι τυχαίο αυτό; Όχι, βέβαια. Παιχνίδι γρήγορο, καυλωτερό, τζογαδόρικο. Ακούς το κραπ – κραπ που κάνει το ζάρι μέσα στη χούφτα και νομίζεις ότι σπάει το κύμα πάνω στο βράχο. Το μοναδικό παιχνίδι, που οι πιθανότητες κέρδους είναι ακριβώς 50 – 50. Ποιο άλλο παιχνίδι έχει το πλεονέκτημα; Η πόκα; Η ρουλέτα; Ο Θανάσης; Μόνο το μπαρμπουτάκι. Κανένα άλλο. Και το σπουδαιότερο; Ότι ώρα θέλεις, φεύγεις. Δεν υπάρχει περιορισμός χρόνου.
Θα μου πείτε, βέβαια, για κάτσε, ρε. Γιώργο, δεν είναι και το μπαρμπούτι βρώμικο παιχνίδι; Και βέβαια μπορεί να είναι. Και ξέρετε πότε; Όταν είναι βρώμικος ο νταραβεριτζής που το οργανώνει. Τότε, υπάρχει κίνδυνος. Μπορεί να σου ρίξουν ζάρια – καραγκιόζηδες, μπορεί να σου βάλουν μαγνήτη στο τραπέζι, μπορεί να βρεθεί και ο αετονύχης, που θα τσιμπάει τα ζάρια. Τότε, ναι. Υπάρχει κίνδυνος.
Όμως, ο σοβαρός ο παίκτης, δεν θα πάει ποτέ να παίξει σ’ ένα τέτοιο μαγαζί. Θα πάει εκεί που θα ξέρει, ότι ο νταραβεριτζής είναι γνήσιος επαγγελματίας και δεν σηκώνει καμμία βρωμιά, γιατί ο άνθρωπος ζει απ’ αυτή τη δουλειά και δεν θέλει να χαλάσει το όνομά του στην πιάτσα.
Εκκλησία θα είναι το μαγαζί του και το μόνο που θ’ ακούγεται, θα είναι η φωνή του ανθρώπου που κάνει την γκανιότα και λέει τη ζαριά που σκάει πάνω στο τραπέζι: «Έξι – πέντε, κύριοι, τρία – δύο, εξάρες οι κύβοι». Και ούτω καθ’ εξής. Εκεί, δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση και κανένα λάθος.
Κι αν τυχόν κάποιος παίκτης τολμήσει να σε παίξει αέρα, να σε παίξει χωρίς λεφτά, να σου ρίξει δηλαδή «γουρούνι», εσύ δεν χάνεις ποτέ τα λεφτά σου. Θα πληρωθείς. Θα πληρωθείς από το μαγαζί. Είναι νόμος αυτός στο επαγγελματικό παιχνίδι. Κάτω, λοιπόν, απ’ αυτές τις συνθήκες, το μπαρμπούτι, είναι το καλύτερο τζογαδόρικο παιχνίδι. Εύκολο και γρήγορο. Και κυρίως, εγκεφαλικό!! Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο, είναι σούπερ εγκεφαλικό. Θέλει καλή μνήμη και γρήγορη σκέψη. Πρέπει να προσέχεις, που σπάει η ζαριά, ποιος παίκτης έχει τον αντίπαλό του για ξερολούκουμο, τον περνάει δηλαδή για πλάκα, με την πρώτη κιόλας ζαριά και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες.
Το σπουδαιότερο, όμως, ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι, τον παίζει η διαίσθησή του. Η φωνή που σου μιλάει μέσα του. Ποτέ μην πας κόντρα σ’ αυτή τη φωνή. Θα καταστραφείς. Ό,τι σου πει η διαίσθησή σου, κάν’ το πράξη.
Και πάμε παρακάτω, γιατί τώρα μπαίνουμε στο ζουμί. Αυτό το παιχνίδι δεν θέλει εγωισμούς. Έτσι και βάλεις τον εγωισμό σου πάνω από τη λογική, την ψυχρή λογική, πάει κάηκες, σ’ έφαγε ο μαύρος σκύλος. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Ποντάρεις σ’ ένα παίκτη, αλλά την καλή ζαριά στη φέρνει ο άλλος παίκτης, με τον οποίο πας κόντρα. Αμέσως μετά από εγωισμό, ξαναποντάρεις στον κερδισμένο παίκτη κι αυτός σου ξαναφέρνει την καλή. Πάλι, δηλαδή, είσαι χαμένος. Αλλά εσύ το βιολί σου. Ξαναποντάρεις πάλι κόντρα στον κερδισμένο παίκτη και ξανά – μανά καλή ζαριά αυτός. Και τρως έτσι όλο το λούκι. Πέντε – έξι ζαριές, μπορεί και εφτά – οχτώ, μέχρι που κοιτάς τα λεφτά σου και λες, αμάν, τι έγινε ρε παιδιά; Νόμος, λοιπόν, Ποτέ εγωισμός πάνω στο παιχνίδι.
Και πάμε τώρα στη πιο βασική προϋπόθεση. Ποτέ συναισθηματισμός πάνω στο παιχνίδι. Ποτέ των ποτών. Όταν έχει τα ζάρια ο κολλητός σου φίλος και έχεις παρατηρήσει ότι δεν έχει εύνοια, ποτέ μην ποντάρεις πάνω σου. Εδώ, δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Παίξτονα κόντρα, το συμφέρον σου πρέπει να κοιτάξεις, γιατί αν κοιτάξεις το συναίσθημα, θα φύγεις ταπί απ’ το παιχνίδι. Και θα βάζεις το χέρι στην τσέπη και θα πιάνεις το παπούτσι σου.
Άντε, να σας αποκαλύψω και κάτι άλλο, που λίγοι το ξέρουνε, λίγοι το έχουν καταλάβει. Ανοίξτε αυτιά και μάτια και ρουφάτε αυτό που θα σας πω. Απ’ όλες τις ζαριές που κερδίζονται και απ’ όλες τις ζαριές που χάνουν, τις περισσότερες πιθανότητες να κάτσουν μαθηματικά στο τραπέζι, έχουν το έξι – πέντε και το άσο – δυο. Το γιατί, εύκολα μπορείτε να το καταλάβετε, αφού το έξι και το πέντε, καθώς και ο άσος και τα δύο, είναι από δύο φορές και στα δυο ζάρια και έτσι εύκολα, κάθονται αυτοί οι συνδυασμοί. Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν έχετε εύνοια, τα λεφτά να τα παίζετε, καθιστά και όχι μπρος – πίσω. Αν έχετε, όμως, γκαντεμιά, θα τα παίζετε μόνο μπρος – πίσω και όχι καθιστά.
(Το κείμενο αυτό του Γιώργου ΓΕΩΡΓΙΟΥ δημοσιεύθηκε το 1995 στον ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' και ο αποδυτηριάκιας το ‘χει εκτιμήσει μέσα στην 12άδα των καλύτερων σχετικά με τον τζόγο που γράφτηκαν στη φυλλάδα.)
Γράφει ο Γιώργος Γεωργίου
Έτσι, λοιπόν, το πήρα απόφαση και σήμερα όλη η στήλη θα είναι αφιερωμένη στο τζόγο. Όχι για να τη βρείτε εσείς, αλλά για να τη βρω εγώ. Να ξεράσω στο χαρτί – κι αυτό το κάνω πρώτη φορά στη ζωή μου – όλα αυτά που έχω ζήσει πάνω στην πράσινη τσόχα. Και θα σας δώσω συμβουλές – διαμάντια, που θα ‘ναι η προίκα σας για το μέλλον, όπως λένε και οι πονηροί στην πιάτσα.
Α, και μια απαραίτητη εξήγηση. Δεν θα αναφερθώ σήμερα τόσο πολύ σε πόκες, ιππόδρομο, ρουλέτες, μπλάκ-τζακ, Θανάση, κι άλλες τέτοιες παπαριές. Φθηνά παιχνίδια είναι αυτά. Λίγα, ελάχιστα. Δεν προσφέρουν συγκίνηση, την ξεχωριστή συγκίνηση που θέλει ο παίκτης. Αφήστε και το άλλο, ότι όλα αυτά τα παιχνίδια είναι λαμογιάρικα, ύποπτα. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει και από πού θα σου ‘ρθει η ανάποδη.
Εδώ, κύριοι, θα μιλήσουμε για το βασιλιά του τζόγου. Όπως στον αθλητισμό ο βασιλιάς είναι το ποδόσφαιρο, έτσι και στον τζόγο ο βασιλιάς είναι το μπαρμπούτι, κοινώς ζάρια. Ξεκίνησε από τα χώματα, στη λαχαναγορά του Ρουφ (οι χασικλήδες το ‘παιζαν, γι’ αυτό θεωρείται αλήτικο παιχνίδι) και κατέληξε να παίζεται στα πολυτελέστατα σαλόνια, από Νταϊφά Βαρδινογιάννη, Ηλιάδη και πολλούς άλλους επώνυμους της κυριλέ κοινωνίας.
Δηλαδή, εσείς τι νομίζετε; Είναι τυχαίο αυτό; Όχι, βέβαια. Παιχνίδι γρήγορο, καυλωτερό, τζογαδόρικο. Ακούς το κραπ – κραπ που κάνει το ζάρι μέσα στη χούφτα και νομίζεις ότι σπάει το κύμα πάνω στο βράχο. Το μοναδικό παιχνίδι, που οι πιθανότητες κέρδους είναι ακριβώς 50 – 50. Ποιο άλλο παιχνίδι έχει το πλεονέκτημα; Η πόκα; Η ρουλέτα; Ο Θανάσης; Μόνο το μπαρμπουτάκι. Κανένα άλλο. Και το σπουδαιότερο; Ότι ώρα θέλεις, φεύγεις. Δεν υπάρχει περιορισμός χρόνου.
Θα μου πείτε, βέβαια, για κάτσε, ρε. Γιώργο, δεν είναι και το μπαρμπούτι βρώμικο παιχνίδι; Και βέβαια μπορεί να είναι. Και ξέρετε πότε; Όταν είναι βρώμικος ο νταραβεριτζής που το οργανώνει. Τότε, υπάρχει κίνδυνος. Μπορεί να σου ρίξουν ζάρια – καραγκιόζηδες, μπορεί να σου βάλουν μαγνήτη στο τραπέζι, μπορεί να βρεθεί και ο αετονύχης, που θα τσιμπάει τα ζάρια. Τότε, ναι. Υπάρχει κίνδυνος.
Όμως, ο σοβαρός ο παίκτης, δεν θα πάει ποτέ να παίξει σ’ ένα τέτοιο μαγαζί. Θα πάει εκεί που θα ξέρει, ότι ο νταραβεριτζής είναι γνήσιος επαγγελματίας και δεν σηκώνει καμμία βρωμιά, γιατί ο άνθρωπος ζει απ’ αυτή τη δουλειά και δεν θέλει να χαλάσει το όνομά του στην πιάτσα.
Εκκλησία θα είναι το μαγαζί του και το μόνο που θ’ ακούγεται, θα είναι η φωνή του ανθρώπου που κάνει την γκανιότα και λέει τη ζαριά που σκάει πάνω στο τραπέζι: «Έξι – πέντε, κύριοι, τρία – δύο, εξάρες οι κύβοι». Και ούτω καθ’ εξής. Εκεί, δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση και κανένα λάθος.
Κι αν τυχόν κάποιος παίκτης τολμήσει να σε παίξει αέρα, να σε παίξει χωρίς λεφτά, να σου ρίξει δηλαδή «γουρούνι», εσύ δεν χάνεις ποτέ τα λεφτά σου. Θα πληρωθείς. Θα πληρωθείς από το μαγαζί. Είναι νόμος αυτός στο επαγγελματικό παιχνίδι. Κάτω, λοιπόν, απ’ αυτές τις συνθήκες, το μπαρμπούτι, είναι το καλύτερο τζογαδόρικο παιχνίδι. Εύκολο και γρήγορο. Και κυρίως, εγκεφαλικό!! Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο, είναι σούπερ εγκεφαλικό. Θέλει καλή μνήμη και γρήγορη σκέψη. Πρέπει να προσέχεις, που σπάει η ζαριά, ποιος παίκτης έχει τον αντίπαλό του για ξερολούκουμο, τον περνάει δηλαδή για πλάκα, με την πρώτη κιόλας ζαριά και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες.
Το σπουδαιότερο, όμως, ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι, τον παίζει η διαίσθησή του. Η φωνή που σου μιλάει μέσα του. Ποτέ μην πας κόντρα σ’ αυτή τη φωνή. Θα καταστραφείς. Ό,τι σου πει η διαίσθησή σου, κάν’ το πράξη.
Και πάμε παρακάτω, γιατί τώρα μπαίνουμε στο ζουμί. Αυτό το παιχνίδι δεν θέλει εγωισμούς. Έτσι και βάλεις τον εγωισμό σου πάνω από τη λογική, την ψυχρή λογική, πάει κάηκες, σ’ έφαγε ο μαύρος σκύλος. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Ποντάρεις σ’ ένα παίκτη, αλλά την καλή ζαριά στη φέρνει ο άλλος παίκτης, με τον οποίο πας κόντρα. Αμέσως μετά από εγωισμό, ξαναποντάρεις στον κερδισμένο παίκτη κι αυτός σου ξαναφέρνει την καλή. Πάλι, δηλαδή, είσαι χαμένος. Αλλά εσύ το βιολί σου. Ξαναποντάρεις πάλι κόντρα στον κερδισμένο παίκτη και ξανά – μανά καλή ζαριά αυτός. Και τρως έτσι όλο το λούκι. Πέντε – έξι ζαριές, μπορεί και εφτά – οχτώ, μέχρι που κοιτάς τα λεφτά σου και λες, αμάν, τι έγινε ρε παιδιά; Νόμος, λοιπόν, Ποτέ εγωισμός πάνω στο παιχνίδι.
Και πάμε τώρα στη πιο βασική προϋπόθεση. Ποτέ συναισθηματισμός πάνω στο παιχνίδι. Ποτέ των ποτών. Όταν έχει τα ζάρια ο κολλητός σου φίλος και έχεις παρατηρήσει ότι δεν έχει εύνοια, ποτέ μην ποντάρεις πάνω σου. Εδώ, δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Παίξτονα κόντρα, το συμφέρον σου πρέπει να κοιτάξεις, γιατί αν κοιτάξεις το συναίσθημα, θα φύγεις ταπί απ’ το παιχνίδι. Και θα βάζεις το χέρι στην τσέπη και θα πιάνεις το παπούτσι σου.
Άντε, να σας αποκαλύψω και κάτι άλλο, που λίγοι το ξέρουνε, λίγοι το έχουν καταλάβει. Ανοίξτε αυτιά και μάτια και ρουφάτε αυτό που θα σας πω. Απ’ όλες τις ζαριές που κερδίζονται και απ’ όλες τις ζαριές που χάνουν, τις περισσότερες πιθανότητες να κάτσουν μαθηματικά στο τραπέζι, έχουν το έξι – πέντε και το άσο – δυο. Το γιατί, εύκολα μπορείτε να το καταλάβετε, αφού το έξι και το πέντε, καθώς και ο άσος και τα δύο, είναι από δύο φορές και στα δυο ζάρια και έτσι εύκολα, κάθονται αυτοί οι συνδυασμοί. Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν έχετε εύνοια, τα λεφτά να τα παίζετε, καθιστά και όχι μπρος – πίσω. Αν έχετε, όμως, γκαντεμιά, θα τα παίζετε μόνο μπρος – πίσω και όχι καθιστά.
(Το κείμενο αυτό του Γιώργου ΓΕΩΡΓΙΟΥ δημοσιεύθηκε το 1995 στον ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' και ο αποδυτηριάκιας το ‘χει εκτιμήσει μέσα στην 12άδα των καλύτερων σχετικά με τον τζόγο που γράφτηκαν στη φυλλάδα.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου